- ομείχω
- ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)ουρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ- και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- τού τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω τής συνήθους χρήσης τού ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός* (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια τού διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].
Dictionary of Greek. 2013.