ομείχω

ομείχω
ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν - και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- τού τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω τής συνήθους χρήσης τού ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός* (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια τού διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

  • ομιχώ — ὀμιχῶ και μιχῶ, έω και ὀμίχω (Α) βλ. ομείχω …   Dictionary of Greek

  • ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • όμειχμα — ὄμειχμα, τὸ (Α) [ομείχω] (ποιητ. τ.) το ούρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”